- βερεσές
- ο продажа в кредит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βερεσές — ο Ι. 1. αγορά με πίστωση, πίστωση 2. πληθ. οι βερεσέδες ή τα βερεσέδια χρέη που οφείλονται σε έμπορο από αγορά με πίστωση II. επίρρ. βερεσέ χωρίς πληρωμή, με πίστωση (φρ. «πήρα βερεσέ το λάδι») III. μτφ. «τ ακούω βερεσέ» δεν τα λαμβάνω σοβαρά υπ… … Dictionary of Greek
βερεσές — ο η πίστωση: Νομίζω πως θα μου κόψουν πια το βερεσέ, με τόσα που τους χρωστάω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)